- καταραψωδώ
- καταραψῳδῶ, -έω (Α)βλ. καταρραψωδώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρραψωδώ — καταρραψῳδῶ, έω και καταραψῳδῶ, έω (Α) 1. συνθέτω ή απαγγέλλω ραψωδίες 2. απαγγέλλω κατηγορία εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαψῳδῶ (< ῥαψῳδός)] … Dictionary of Greek